- ξανθοφύλλη
- η(βιοχ.) κίτρινη ή πορτοκαλόχρωμη χρωστική, συγγενής προς τη χλωροφύλλη, που απαντά στο ζωικό και φυτικό βασίλειο και ανήκει από χημική άποψη στα καροτενοειδή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. xanthophylle (< ξανθός + φύλλο). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Οικονομίδη].
Dictionary of Greek. 2013.